Είναι γνωστό ότι η χώρα μας κατέχει το αρνητικό ρεκόρ μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των τροχαίων ατυχημάτων. Η Ελλάδα καταλαμβάνει σταθερά τις πρώτες θέσεις ως προς τον αριθμό των νεκρών και τραυματιών από τα ατυχήματα αυτά. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας κατά τη δεκαπενταετία από το έτος 2000 έως και το έτος 2014 συνέβησαν σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο 210.886 τροχαία ατυχήματα κατά τα οποία 21.608 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους 31.631 υπέστησαν βαρείς τραυματισμούς και 268.113 τραυματίστηκαν ελαφρά. Η εθνική αυτή καταστροφή, εκτός από τον αβάσταχτο πόνο πού προκαλεί στους παθόντες και στις οικογένειές τους, επιφέρει καίριο πλήγμα και στο ευαίσθητο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας μας, αφού τα θύματα στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι νέοι άνθρωποι. Θα περίμενε λοιπόν κανείς η ελληνική Πολιτεία να ανασκουμπωθεί και να αντιδράσει άμεσα και αποτελεσματικά. Όμως εκείνη δείχνει μια παραλυτική αδράνεια που προκαλεί εύλογη απορία, σαν να πρόκειται για ένα αναπότρεπτο φυσικό φαινόμενο στο οποίο οφείλουμε να υποταχθούμε μοιρολατρικά.
Μεταξύ των τριών βασικών παραγόντων οι οποίοι αποτελούν τα όπλα μιας κοινωνίας για την αντιμετώπιση και τον περιορισμό των τροχαίων ατυχημάτων, δηλαδή την κατάσταση του οδικού δικτύου, την αστυνόμευση και τον παράγοντα άνθρωπο (πεζό η οδηγό), η πιο αποτελεσματική παρέμβαση για την αντιμετώπιση του προβλήματος μπορεί να γίνει στον παράγοντα άνθρωπο μέσω της κυκλοφοριακής εκπαίδευσης. Και αυτό διότι η δημιουργία ασφαλούς οδικού δικτύου προϋποθέτει αφενός μεν μεγάλες δαπάνες αφετέρου δε διότι δεν αρκεί από μόνη της να λύσει το πρόβλημα, αφού ένα μεγάλο μέρος των τροχαίων ατυχημάτων συμβαίνει μέσα στις πόλεις όπου το οδικό δίκτυο είναι κατά κανόνα ασφαλές. Το ίδιο ισχύει και για την αστυνόμευση, αφού είναι πρακτικά αδύνατο να διατίθεται ένας αστυνομικός για την παρακολούθηση του κάθε πολίτη, οδηγού η πεζού. Αντίθετα, με την κυκλοφοριακή εκπαίδευση «εισάγεται» κυριολεκτικά ο αστυνομικός, δηλαδή ο ελεγκτής της οδικής συμπεριφοράς, μέσα στο μυαλό του πολίτη και τον κατευθύνει. Και όταν μιλάμε για «γνώση» δεν εννοούμε την απλή λογική σύλληψη των κανόνων της ορθής οδικής συμπεριφοράς, αλλά την συναίσθηση του κινδύνου ως πραγματικού βιώματος. Του κινδύνου δηλαδή ο οποίος απειλεί το άτομο από την παραβατική οδική συμπεριφορά του. Αυτή η «ενσυναίσθηση» εξασφαλίζεται μόνο μέσω της εκπαίδευσης.
Ο νομοθέτης ενσωμάτωσε προτάσεις στον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (νόμος 2696/1999 ΦΕΚ Α΄57/23-3-1999) στο άρθρο 12 παράγραφος 10 του οποίου ορίζεται ότι «Με κοινή απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων και του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα ώστε το μάθημα της Οδικής Κυκλοφορίας να διδάσκεται στα σχολεία σε όλες τις βαθμίδες». Η ίδια ακριβώς διατύπωση και με την ίδια αρίθμηση επαναλήφθηκε και στην κωδικοποίηση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας με τους νόμους 3534/2007 και 3542/2007. Όμως μέχρι σήμερα, δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα για την εφαρμογή του νόμου.